ἀδιάτμητος

ἀδιάτμητος
ἀδιάτμητος
not cut in pieces
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδιάτμητος — η, ο (Α ἀδιάτμητος, ον) [διατέμνω] αυτός που δεν χωρίστηκε ή δεν μπορεί να χωριστεί σε τεμάχια, αδιαίρετος, αμέριστος …   Dictionary of Greek

  • ἀδιατμήτως — ἀδιάτμητος not cut in pieces adverbial ἀδιάτμητος not cut in pieces masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάτμητον — ἀδιάτμητος not cut in pieces masc/fem acc sg ἀδιάτμητος not cut in pieces neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιατμήτοις — ἀδιάτμητος not cut in pieces masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιατμήτων — ἀδιάτμητος not cut in pieces masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάτμητοι — ἀδιάτμητος not cut in pieces masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάτομος — η, ο (Μ ἀδιάτομος, ον) [διατέμνω] ο αδιάτμητος …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՀԱՏԱՆԵԼԻ — ( ) NBH 1 0182 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 13c Տ. ԱՆՀԱՏ՝ իբր անբաժանելի եւ այլն. եւ անմեկնելի. ἅτμητος, ἁδιάτμητος, ἁμέριστος *Զանհատանելի եւ անբաժանելի եւ զանկեալ բոլորովին զպատմուճանն հատանէր չարն. Առ որս. ՟Ժ՟Գ:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”